ερωτομανιακός

ερωτομανιακός
-ή, -ό [ερωτομανία]
1. αυτός που αναφέρεται στην ερωτομανία («ερωτομανιακό σύμπτωμα»)
2. αυτός που πάσχει από ερωτομανία, ο ερωτομανής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”